σκάφευση

σκάφευση
η / σκάφευσις, -εύσεως, ΝΜΑ
(στους Πέρσες) σκληρός τρόπος θανατικής εκτέλεσης και μαρτυρίου κατά τον οποίο τοποθετούσαν τον κατάδικο ανάμεσα σε δύο σκάφες αφήνοντας έξω από αυτές το κεφάλι, τα χέρια και τα πόδια του εκτεθειμένα στον ήλιο και αλειμμένα με μέλι και γάλα, ώσπου να πεθάνει από τη δίψα και την ασιτία καταφαγωμένος από τα σκουλήκια και τα έντομα, αλλ. σκάφης μαρτύριον («μιαρὰ ἡ Περσῶν λεγομένη σκάφευσις», Ευνάπ.)
αρχ.
η σκαφεία*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκαφεύω. Η λ., εκτός από τη σημ. «είδος θανατικής εκτέλεσης», διατηρεί και την κύρια σημ. τού ρ. σκάπτω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σκάφη — Ορεινός οικισμός (95 κάτ., υψόμ. 520 μ.), στην επαρχία Σελίνου του νομού Χανίων. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (9 τ. χλμ., 199 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι δύο οικισμοί, η Πέρα Σκάφη (68 κάτ., υψόμ. 500 μ.) και το Αργαστήρι (36 κάτ.,… …   Dictionary of Greek

  • σκαφεύω — Α [σκάφη] εκτελώ κατάδικο με σκάφευση («ἐκέλευσεν... τὸν Μιθριδάτην αποθανεῑν σκαφευθέντα», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”